- κρεατόμυγα
- Κοινή ονομασία των μελών της οικογένειας calliphoridae. Πρόκειται για βραχύκερα δίπτερα έντομα, το σώμα των οποίων είναι επενδεδυμένο με μακριές άκαμπτες τρίχες, ενώ παρουσιάζει συχνά ζωηρές μεταλλικές αποχρώσεις, όπως στις γαλάζιες κ. του γένους Calliphora και στις πράσινες κ. του γένους Lucilia. Το κεφάλι τους, μεγάλο σε μέγεθος, φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, αρθρωτές κεραίες καθώς και μυζητικά αλλά και νύσσοντα στοματικά εξαρτήματα. Τα έντομα αυτά, διαδεδομένα σε όλες τις ηπείρους και προπάντων στις θερμές περιοχές, είναι γρήγορα και ανθεκτικά στην πτήση. Τρέφονται με οργανικές ουσίες που βρίσκονται σε αποσύνθεση και με γλυκούς φυτικούς χυμούς. Οι προνύμφες τους, που συναντώνται συχνά σε πτώματα, σε κρέατα σφαγίων και μερικές φορές σε πληγές ανθρώπων και ζώων, προκαλούν συχνά σοβαρές διαταραχές (μυΐαση), ενώ και τα τέλεια έντομα μπορεί να είναι φορείς παθογόνων μικροοργανισμών διαφόρων ασθενειών, όπως η δυσεντερία.
Ένα είδος πολύ κοινό στην Ευρώπη είναι η γκρίζα κ. (Sarcophaga carnaria), η οποία παρασιτεί σε σπονδυλωτά, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, ή σε έντομα. Έχει μέσο μήκος πάνω από 15 χιλιοστά και αναγνωρίζεται από το κίτρινο κεφάλι, τα κόκκινα μάτια, τον κιτρινωπό θώρακα με τις επιμήκεις σκούρες ραβδώσεις και την κοιλιά, η οποία φέρει μαύρα στίγματα.
Η γκρίζα κρεατόμυγα (Sarcophaga carnaria) παρασιτεί στα έντομα και στα σπονδυλωτά.
* * *ημύγα που εναποθέτει τα αβγά της πάνω στο κρέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρε[ο]-) + μύγα].
Dictionary of Greek. 2013.